οιμος

οιμος
    οἶμος
    ὅ, атт. тж. ἥ
    1) путь, дорога
    

(λευρός Aesch.; ὀλισθηρός Pind.; ὀρθή ййй Eur.)

    2) полоса, полоска
    

οἶμοι δώδεκα χρυσοῖο Hom. — десять золотых полос (на броне)

    3) край, земля, страна
    

(ἥκομεν Σκύθην ἐς οἶμον! Aesch.)

    4) муз. строй, лад, напев
    

(ἀοιδῆς HH.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οιμος" в других словарях:

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • οἶμος — way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμος — way fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμοις — οἷμος way fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμου — οἷμος way fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἵμους — οἷμος way fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμοι — οἶμος way masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἶμον — οἶμος way masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἷμον — οἷμος way fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίμη — οἴμη, ἡ (Α) 1. άσμα, τραγούδι, ωδή («οἴμας Μοῡσ ἐδίδαξε», Ομ. Οδ.) 2. η ικανότητα να τραγουδά κάποιος («θεὸς δὲ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν», Ομ. Οδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «οἴμη λόγος, ἱστορία». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη,… …   Dictionary of Greek

  • προοίμιο — το / προοίμιον, ΝΜΑ, και αττ. τ. φροίμιον Α 1. εισαγωγικό μέλος σε ευρύτερη μουσική σύνθεση, προανάκρουσμα (α. «ἁγησιχόρων... προοιμίων ἀμβολάς», Πίνδ. β. «... ἐν τοῑς ἔπεσι τοῑσδε, ἅ ἐστιν ἐκ προοιμίου Ἀπόλλωνος», Θουκ.) 2. πρόλογος, εισαγωγή (« …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»